Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».
Ο Ιησούς αφού κουράστηκε από τη πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ. Η ώρα ήταν περίπου 12 το μεσημέρι.
Έρχεται μία γυναίκα από την πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, για να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δώσ’ μου να πιω. Οι μαθητές του εν τω μεταξύ είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα. Η γυναίκα του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτιδα. Πώς μπορείς να ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις που είμαι γυναίκα και μάλιστα Σαμαρείτιδα; Οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες», Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τι δώρο ετοιμάζει ο Θεός για τους ανθρώπους και ποιος είναι αυτός που σου λέει τώρα δώσ’ μου να πιω, τότε ΕΣΥ θα του ζητούσες ζωντανό νερό και θα σου το έδινε». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν το έχεις το τρεχούμενο νερό; Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος μας έδωσε το πηγάδι από το οποίο έπινε αυτός και οι γιοι του και τα ζώα του;» της απάντησε ο Ιησούς: «Αυτός που θα πιει από αυτό το νερό θα διψάσει πάλι, αυτός όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δεν θα διψάσει ποτέ, αλλά αυτό το νερό θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας.»
«…ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». (Ἰω. 4,14).
Εἰς τήν πόλιν Νεάπολιν (Nablus) τῆς Σαμαρείας, μεταξύ τῶν ὀρέων Γαριζίν καί Γεβάλ, εὑρίσκεται τό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Εἰς τό Φρέαρ τοῦτο προσῆλθεν ἡ γυνή ἡ Σαμαρεῖτις ἐκ τοῦ παρακειμένου χωρίου Συχάρ, «ἵνα ἀντλήσῃ ὕδωρ» (Ἰω. 4,7). «Ἐπί τῇ πηγῇ ταύτῃ ὁ Ἰησοῦς οὕτως ἐκαθέζετο, κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας» (Ἰω. 4,6), ἐνῷ «οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἀπελελύθεισαν εἰς τήν πόλιν, ἵνα τροφάς ἀγοράσωσιν», (Ἰω. 4,8).
Οι επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που διεκδικούν το προσκύνημα συνεχίζονται….Θαυματουργ
“Ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Φιλούμενος μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε Παρασκευὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μισαλλόδοξους καὶ φανατικοὺς Ἑβραίους πήγαιναν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Συνέχεια τοῦ ἔλεγαν, νὰ σηκώσει ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο ἀκόμα καὶ νὰ τὶς πάρει καὶ νὰ φύγει, διότι τὸ Φρέαρ εἶναι δικό τους καὶ ὄχι τῶν Χριστιανῶν. Εἰδάλλως θὰ τὸ μετανιώσει πικρά, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀργά.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ὅλο καὶ τὸν φοβέριζαν. Αὐτὸς ὅμως ἤξερε τὰ ἑβραϊκὰ καὶ τοὺς ἀποστόμωνε. Δὲν εἰδοποίησε ποτὲ τὴν Ἀστυνομία νὰ τὸ ἔχει ὑπ’ ὄψιν της καὶ οὔτε τὸ φαντάζονταν ὅτι θὰ τὸν σκότωναν. Στὶς 16 Νοεμβρίου (29 μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) εἶχε μεγάλη βροχή, ἀσταπές, βροντές, χαλασμὸς Κυρίου ὅλη τὴν ἡμέρα.
Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανένας, λόγῳ τῆς κακοκαιρίας, πῆγαν καὶ τὸν σκότωσαν μέσα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὅπως ἔκαμαν καὶ στὸν προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ τἰμιου Προδρόμου. Τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἑσπερινό, ἐκείνη τὴν ὥρα ὅρμησαν. Κύριος οἶδε πόσοι ἦσαν, καὶ τὸν σκότωσαν μὲ το τσεκούρι στὰ μούτρα καὶ στὸ δεξὶ χέρι, κόβοντας τὰ δάκτυλά του. Ἐπίσης, ἡ σιαγόνα του καὶ τὸ ἕνα μάτι του βγαλμένο καὶ τὸ ἄλλο κτυπημένο.
Τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, Κύριος οἶδε, διότι ὁ φύλακας εἶχε φύγει ἀπὸ τῖς 4.00 τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκλεισε τὸ Μοναστήρι. Ὁ φόνος ἔγινε μετὰ τὶς 5.00 μ.μ.. Τὸ πρωὶ πηγαίνει ὁ φύλακας στὶς 7.00 π.μ., φωνάζει: «πάτερ Φιλούμενε;». Στὸ δωμάτιό του δὲν τὸν βρίσκει. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ τὸν βλέπει σκοτωμένο, μέσα στὰ αἵματα. Ἀμέσως εἰδοποίησε τὴν Ἀστυνομία καὶ ἡ Ἀστυνομία τὸ Πατριαρχεῖο.
Πῆγαν οἱ πατέρες, ὁ Καισαρείας Βασίλειος, ὁ Πέτρας Γερμανός, ὁ π. Γρηγόριος, ὁ π. Μελίτων, ὁ π. Διονύσιος καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν σκότωσαν ἔριξαν καὶ χειροβομβίδα ἔξω στὴν προσκομιδὴ καὶ τὰ ἔκαμαν ὅλα κομμάτια. Οὔτε μανουάλια ἄφησαν γερά, οὔτε εἰκόνες. Καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔκοψαν τὸ χέρι του τὸ ἀριστερό. Τὰ Ἅγια Ποτήρια χαμένα. Ἦταν τόσο τρομερὴ ἡ κατάσταση σὰν νὰ μὴν κατοικοῦσε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ χρόνια.
Τὸν πῆραν στὸ νεκροτομεῖο, καὶ μετὰ τὸν ἔκαμαν νεκροψία στὸ Τὲλ Ἀβίβ καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου (π.ἡ) μᾶς εἰδοποίησαν. Ἐγὼ πῆγα μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς πατέρες τοῦ Πατριαρχείου καὶ μᾶς τὸν ἔδωσαν γυμνό. Ὅταν τοὺς ρωτήσαμε ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα του, μᾶς εἶπαν εἶναι στὴ Νεάπολη. Εὐτυχῶς ποὺ εἴχαμε πάρει μαζί μας ὅλα τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τὸν ντύσουμε.
Ἀλλὰ δὲν φαντάζεστε, ὅταν μᾶς τὸν παρέδωσαν κομματισμένο, τὸ πρόσωπό του ἀγνώριστο, φέρον τὰ στίγματα τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως οἱ Πέρσες ἔσφαξαν τοὺς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τῶν λοιπῶν μοναστηριῶν. Ἔτσι καὶ σήμερα. Ἀκολούθησε νέο μαρτύριο στὸν πατέρα Φιλούμενο.
Πέντε μέρες τὸν εἶχαν στὸ ψυγεῖο. Καὶ ὅμως ἦταν μαλακώτατος, σὰν νὰ μὴν εἶχε πεθάνει. Ὅταν ἄρχισα νὰ τὸν ντύνω – διότι οἱ ἄλλοι δὲν μποροῦσαν, δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν βλέπουν ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ εἶχε – τοῦ λέγω σὰν νὰ ἦταν ζωντανός: – Γέροντά μου, τώρα θὰ μὲ βοηθήσεις νὰ σὲ ντύσω, διότι βλέπεις εἶμαι μόνος μου.
Ὅταν ἄρχισα καὶ τοῦ ἔβαλα τὴ φανέλλα, τὸ πρῶτο χέρι ἀμέσως τὸ κατέβασε μόνος του. Ὅπως καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Καὶ τὰ πόδια ὁμοίως. Τοῦ μάζευα τὰ πόδια νὰ τοῦ φορέσω τὰ ροῦχα καὶ ὅταν τελείωνα τὰ ἅπλωνε μόνος του. Στὸ ἀριστερὸ πόδι ἀπὸ κάτω, εἶχε κτύπημα μὲ τὸ τσεκούρι.
Ἀπὸ τὸ νεκροτομεῖο. τὸν φέραμε στὸ Πατριαρχεῖο. Στὴν Ἁγία Θέκλα, ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐν μέσῳ Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ μακαρίτη καὶ ἄλλων πολλῶν. Ἦλθαν πολλοί, μέχρι καῖ ξένων δογμάτων καὶ μουσουλμάνοι καὶ χοτζάδες. Γιατὶ ὅμως ὅλοι αὐτοί; Διότι, ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἦλθαν νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Τὶ ὀδυρμός! Τὶ θρῆνος! Τὶ κοπετός ἦταν αὐτός!
Ἡ Κυβέρνηση, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι καὶ πρὶν τὸν ἐνταφισμὸ στὴ Σιών, ἔστειλε ἀστυνομία κοντὰ στοὺς Ἁγιοταφίτες φοβούμενη ἀντίποινα. Πῆρε αὐστηρά μέτρα. Καὶ νεκρὸν ἀκόμα τὸν ἐφοβοῦντο.
Τὸν π. Φιλούμενο ὅλοι τὸν κλάψαμε, διότι ἦταν ἕνας καλὸς καὶ ἅγιος πνευματικός. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀποκαλοῦσε “πτωχοπρόδρομο”. Καὶ ὄντως, ἦταν. Οἱ τέλειοι κληρονομοῦν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὑπέμεινε λίγο μαρτύριο καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἱερομαρτύρων καὶ τῶν Ὁσιομαρτύρων· ὧν ταῖς πρεσβείες, εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἱερομόναχος Σωφρόνιος Ἁγιοταφίτης»
Ὁ π. Ἰουστῖνος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διακονίας του δέχτηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ποὺ εἶχαν στόχο νὰ τὸν σκοτώσουν ἢ τουλάχιστον νὰ τὸν κάνουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος τὸν ἔσωσε πολλὲς φορές. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα ὡρολογιακὸ ἐκρηκτικὸ μηχανισμό!
Ο π. Ιουστινος μας ενημέρωσε και για το πως βρέθηκε και φυλάσσεται πλεον στον Ιερο Ναο της Αγίας
Φωτεινης και η στάμνα, με την οποία η Ισαπόστολος Φωτεινη αντλουσε υδωρ απο το Φρέαρ. Σε συνάντησή του με τον παπικο επίσκοπο ο π. Ιουστινος εζήτησε μέρος του Ιερου Λειψάνου της Αγίας Φωτεινης, το οποιο φυλάσσεται στο Βατικανό. Ο Παπικος αξιωματουχος, του ειπε, οτι, οταν σπούδαζε στο Βατικανό, ενθυμειται, πως φυλάσσοταν η στάμνα, με την οποία εδωσε υδωρ η Αγία στον Κύριο μας, την οποία ειχαν μεταφέρει οι Σταυροφόροι απο την Κωνσταντινούπολη στη Ρώμη. Ο Γέροντας Ιουστινος απέστειλε επιστολη στο Βατικανο και σε εξι μηνες ελαβε θετικη απάντηση. Σε εννέα μηνες απο την υποβολη του αιτήματός του, ο παπικος πρόξενος του παρέδωσε την στάμνα, η οποία φυλάσσεται πλέον υπερυψωμένη σε κεντρικη κολώνα στην αριστερη πλευρα του κυρίως Ιερου Ναου.
(Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Σταθοπούλου)