Στην αρχή ο Βασίλειος σπουδάζει στην Καισάρεια, ενώ αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βασίλειος σπουδάζει και στην Αθήνα, για και γνωρίζεται εκεί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Είχε μελετήσει σε βάθος ποιητές, ιστορικούς, σοφούς, επιστήμονες, παιδαγωγούς, ρήτορες και συγγραφείς πολλών ειδικοτήτων. Η διάνοια του αποτελεί φαινόμενο και ο ίδιος ήταν κινητό πανεπιστήμιο.
Έτσι ο Βασίλειος ταξίδεψε σε μέρη όπου ζούσαν μοναχοί για να γνωρίσει την ζωή τους από κοντά. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία, τη Μεσοποταμία και τόσο πολύ γοητεύτηκε από την ζωή των μοναχών που αποφάσισε να κτίσει σ’ ένα ερημικό μέρος του Πόντου ένα μικρό σπιτάκι και ένα μικρό κήπο γύρω του και να γίνει και ο ίδιος μοναχός.
“Αφού δεν περίμενα πια να με ακολουθίσης, ζήτησα καταφύγιο εδώ στον Πόντο. Και ο Θεός με οδήγησε σ’ ένα τόπο που με ευχαριστεί πάρα πολύ.
Θυμάσαι καμιά φορά, που παίζοντας πλάθαμε με τη φαντασία μας όμορφες τοποθεσίες; Τέτοιο είναι και το μέρος που ζω σήμερα. Εδώ και εκεί τρέχουν κρύα κατακάθαρα νερά. Στα πόδια του βουνού είναι μια πεδιάδα που ποτίζεται άφθονα από αυτά τα νερά. Στη πεδιάδα αυτή μόνα τους έχουν φυτρώσει όλων των λογιών δέντρα και είναι τόσο πυκνά, που μερικές φορές δυσκολεύεσαι να τα περάσεις. Μπροστά στην τοποθεσία αυτή δεν μετρά για τίποτα το θαυμαστό νησί της Καλυψώς που έγραψε γι’ αυτό ο Ομηρος”
Πολλοί φίλοι του πηγαίνανε να τον ιδούν στην ερημική ζωή του. Πήγε και ο φίλος του Γρηγόριος αλλά δεν έμεινε μαζί του για πολύ καιρό.
Οι αιρετικοί, αυτοί που διέστρεφαν την αλήθεια του Ιησού Χριστού, πλήθυναν, αλλά και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός προστάτευε την ειδωλολατρία και έτσι η Χριστιανική εκκλησία βρισκόταν σε κίνδυνο και είχε ανάγκη από ιερατείο το οποίο να υπερασπίζεται την αληθινή Χριστιανική πίστη.
Έτσι ο Βασίλειος επιστρέφει στην πατρίδα του, όπου και χειροτονήται ιερέας, τον ίδιο περίπου καιρό με τον Γρηγόριο. Με την ρητορική του δύναμη έδωσε θάρρος και στήριγμα στους κατατρεγμένους Χριστιανούς, αλλά και με την απλή και φιλάνθρωπη ζωή του έδινε το μεγαλύτερο και καλύτερο παράδειγμα αληθινού Χριστιανού. Μάζευε από τους πλούσιους βοηθήματα και τα μοίραζε στους φτωχούς, παρηγορούσε τους δυστυχισμένους και θυσίαζε όλες του τις δυνάμεις για να βοηθείση όσους είχαν ανάγκη.
Σε ηλικία σαράντα χρονών, ο Βασίλειος έγινε Επίσκοπος Καππαδοκίας και παρέμεινε έτσι πατέρας του λαού και φίλος των δυστυχισμένων. Φορούσε πάντοτε το ίδιο ράσο και έτρωγε μόνο ψωμί και χόρτα χωρίς να κρατάει επάνω του περιουσία. Ίδρυσε και την Βασιλειάδα, ένα περίφημο φιλανθρωπικό ίδρυμα για την περίθαλψη των αρρώστων και την βοήθεια για τους φτωχούς. Ήταν μια αληθινή πολιτεία με ορφανοτροφείο, γηροκομείο, λεπροκομείο, ξενώνες, νοσοκομεία, φαρμακεία και άλλα κτίρια. Τριάντα χιλιάδες έζησαν εκεί μέσα αλλά και πολλοί άλλοι πήραν από εκεί πολύτιμη βοήθεια.
Ρωμαίος αυτοκράτορας τότε ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και έστειλε ανθρώπους στον Επίσκοπο της Καισάρειας, τον Βασίλειο, να του παραδώσει τους θησαυρούς της πόλης , αλλιώς θα αιχμαλώτιζε το λαό της και θα τους κατέστρεφε την πόλη.
Τον Ιουλιανό αντικατέστησε ο νέος αυτοκράτορας Ουάλης, εχθρός και αυτός του Χριστιανισμού, και έστειλε στην Καισάρεια έναν αξιωματικό του, τον Μόδεστο, για να φοβίση τον Βασίλειο και να τον αναγκάση να πάψη το κήρυγμα και τις φιλανθρωπίες του
Ατάραχος έμεινε ο Βασίλειος στις φοβέρες του αξιωματικού.
– Πώς δεν φοβάσαι την δύναμη μου; Του λέει ο αξιωματικός.
– Και γιατί να την φοβηθώ; Τι μπορείς να μου κάνεις και να με βλάψη; Του απαντά ο Βασίλειος.
– Τι μπορώ να σου κάνω; Όλα είναι στην εξουσία μου. Μπορώ να κατάσχω την περιουσία σου, μπορώ να σε εξορίσω, μπορώ να σε βασανίσω σκληρά, μπορώ ακόμη και να σε θανατώσω.
– Αυτά δεν τα φοβούμαι, βρες κάτι άλλο για να με φοβερίσης. Να μου πάρεις την περιουσία μου δεν φοβάμαι, γιατί έχω μονάχα δυο τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία.Να με εξορίσης δεν φοβάμαι, γιατί θεωρώ σαν πατρίδα μου όλη την γη. Τα βάσανα δεν τα φοβούμε γιατί το σώμα μου είναι τόσο αδύνατο που θα νεκρωθή πριν καλά καλά αρχίσεις να το βασανίζεις. Και τέλος δεν φοβάμαι τον θάνατο γιατί αυτός θα με φέρη συντομότερα κοντά στο Θεό.
– Ποτέ δεν άκουσα τέτοια λόγια, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με αληθινή κατάπληξη.
– Γιατί δεν συνάντησες ποτέ σου αληθινόν Επίσκοπο. Εμείς είμαστε ήσυχοι και ταπεινοί, όχι μονάχα στον βασιλιά αλλά και στον τελευταίο άνθρωπο. Όταν πρόκειται όμως, για την πίστη μας στο Θεό, ούτε την φωτιά φοβόμαστε, ούτε το θάνατο από το σπαθί, ούτε αν μας ρίξετε στα άγρια θηρία να μας κατασπαράξουν. Αυτά τα θεωρούμε διασκέδαση. Αυτά ας μάθη ο αυτοκράτορας μια για πάντα.
Ατρόμητος, ταπεινός και φιλάγαθος πέρασε την ζωή του ο Μεγάλος αυτός Επίσκοπος. Ακόμη και με το ασθενικό του σώμα, ανάμεσα από πολλές κακουχίες, εξακολουθούσε να ελεή τους δυστυχισμένους, να παρηγορή τους θλιμμένους, να δίνει θάρρος στους βασανισμένους Χριστιανούς. Έγραψε πολλά βιβλία για στήριξη της Χριστιανικής πίστης, ανάμεσα τους και μια από τις Θείες Λειτουργίες της εκκλησίας μας.
Μέσα από κόπους και στερήσεις, πέθανε σε ηλικία πενήντα ετών, την ημέρα της πρωτοχρονιάς. Όλος ο τόπος έχασε τον πατέρα και τον προστάτη του. Χιλιάδες ανθρώποι απ’ όλη την επαρχία έτρεξαν στην κηδεία του. Χριστιανοί, Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες έκλαψαν μαζί την ημέρα αυτή για τον αγαπημένο πατέρα που έχασαν.Η μνήμη του τιμάται την πρώτη του Ιανουαρίου.
0 σχόλια