Τον κατανυσσομαι αυτον τον λαο.
Τον αποθαυμαζω.
Τον παρακαλω.
Με παραμυθει.
Με διδασκει.
Μου μιλαει με ενα σιωπηρο ρημα,
ολος μια φωνη,
ολος ενα βλεμμα,
ολος μαζι μια ελπιδα,
μια απαντοχη,
ενα καλεσμα,
αγια αναμονη της Βασιλειας.
Μα ξερεις; θα μου πει…
Κοιταξε ανθρωπε!
Η Βασιλεια ειναι εδω!
Μια Βασιλεια του Θεου,
σε καθε γειτονια,
σε καθε τοπο. Δωρεαν.
Kαποιοι περνανε βιαστικοι εξω απο την Βασιλεια,
δεν την βλεπουν δεν την ακουν,
την παραθεωρουν,
εφοσον ομοιωθη με εναν μικρο κοκκο σιναπεως η Βασιλεια, την βλεπουν,
την σηκωνουν μονο οι ταπεινοι,
οι ασημαντοι κατα κοσμον.
Λουσμενος ολοτελα,
μεσα απο τις μικρες κορες του φωτος, τις ηλιαχτιδες, προβαλλει,
αυτος ο λαος,
ευσεβης και αμαρτωλος,
ιερος και αθλιος,
αγιος και αλητης,
αλλα εμμενων εν τω Χριστω,
εμμενων εν τω Κυριω,
ενηλικιωνεται μερα με την ημερα κατα Θεον,
ερχομενος απο χρονια που δεν μπορεις να τα μετρησεις,
με την ιστορια και την λογικη αυτου του κοσμου,
χαμενος μεσα στην αχλυ του θυμιαματος,
κατανενυγμενος απο το μυσταγωγικο Χερουβικο,
ευλογουμενος απο τον γεροντα Ιερεα,
περικλειστος στον Ναο του Κυριου του,
περιβλεπτος απο τους διακονητες των θειων μυστηριων,
απροσμετρητων Αγγελων,
που τους αναγνωριζουν χαμογελωντας μοναχα τα παιδικα ματια των ενσαρκων αδελφων τους.
Βλεπω ετουτο τον λαο.
Προσπαθω να τον αναμετρησω, να τον αφουγκραστω. Εικονα ζωντανη, παλλομενη, παιρνει ανασες και μιλα, προσκυνα και σταυροκοπαει το στηθος της.
Εξω ο κοσμος κοιμαται,
αδιαφορει, πεθαινει, παει και παει, γυριζει και χανεται.
Και εδω, τι συμβαινει στ’αληθεια εδω περα; Το ζεις, αλλα δεν το εννοεις.
Τι θελει ο λαος ετουτος εδω; Τι γυρευει καθε Κυριακη; Πανω κατω, ειναι οι ιδιοι. Οι λιγοι, οι ελαχιστοι.
Σταυρωμενοι; Σταυρωτες; Αυτοι ξερουν, αυτοι μετανοουν, αυτοι αγωνιζονται. Για τον θυσιαζομενο αμνο, καθε ψυχη εχει αξια. Καθε ψυχη, ολος ο κοσμος.
Γριες, γεροι, μανες, παιδια, ανδρες, εφηβοι, μωρα, αρρωστοι, υγιεις, αλλοι ξεκινουν, αλλοι τελειωνουν, αλλοι πιστευουν, αλλοι προσπαθουν, καποιοι ζουν, πολλοι αναζητουν, προσευχη και απορια, εκσταση και αδιαφορια, ολα χωρουν, ολα συμβαινουν, αδυναμιες, δυναμεις, υπομονες, αδημονιες, ευχη, κομποσχοινια, μα και γκρινια και καπου κουτσομπολιο, ομως τα παντα εδω ειναι ανθρωπινα, αληθινα.
Ετσι μας προσελαβε ο Θεος, ετσι μας ανασηκωσε, ετσι μας ανεχεται. Μακροθυμει. Αναμενει. Αγαπα.
Ολα τα βλεπω, ολα τα αποδεχομαι. Ποιος θα κρινει, και ποιος θα επιβραβευσει; Και εμενα ποιος;
Αυτος ο Αμνος, αυτος που κειτεται εσφαγμενος, γιαυτον τον λαο, για ολους εμας, αυτην την στιγμη μεσα στο Ποτηριο της Ζωης, σιωπα και θυσιαζεται, σιωπα και δεν μας κρινει.
Εχει αλλη λογικη, εχει αλλη αγαπη, εχει αλλη ζωη. Μας ζωοποιει, μας δινει ξανα και ξανα, εβδομηντα φορες το επτα, την ευκαιρια να ζησουμε αληθινα.
Το χερουβικο συνεχιζεται, ετοιμαζεται η μεγαλη Εισοδος, ο Χριστος ερχεται παλι, νυν και αει να σταυρωθει, να θυσιαστει να παρει την αμαρτια του κοσμου, την αστοχια, την ασπλαγχνια να την κανει ζωη, περισσον ζωης.
Και καθενας που μπορει και θελει, απο τουτη την συναξη εδω, θα παρει τον Χριστο, και θα πορευθει. Θα πορευθει τον δικο του Γολγοθα, την δικη του αδικια, την πικρα, την μοναξια, την πτωχεια, τον θανατο.
Ολοι στα δικα τους, στην ζωη, στον πονο, στα αδιεξοδα ισως, ανθρωπινως, μα ολοι παλι εδω στην Βασιλεια.
Καθε ψυχη, καθε ταλαιπωρη υπαρξη, εμπρος στα ματια μου, μεταμορφωνεται. Δοξαζεται, αγιαζεται, χαριτωνεται.
Με τα ποδια στην γη, με το σωμα στα βασανα, με το νου στην καθημερινη στεναχωρια του βιου, με την ψυχη στον ουρανο, με το πνευμα στα αθανατα, με την ελπιδα, και τον εκκλησιασμο στον Παραδεισο, που δεν ειναι αλλος απο την αιωνια κοινωνια και θεωρια του Παντεποπτου Χριστου.
“…πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα…”
Περνα σεμνα, απεριττα, αθορυβα μπροστα μας ο Χριστος. Τοσο απλα, τοσο Βασιλικα. Τοσο οικεια, τοσο Θεϊκα.
Eδω ο νους σαλευει απο την θεση του.
Ποιος ανθρωπο-κατασκευασμενος ειδωλο-θεος, ποια νοηση, ποια φαντασια, ποια επινοημενη θρησκεια του κοσμου ετουτου, ποια ταχα υψηλη φιλοσοφια, ποιος δηθεν κοινωνικος οραματισμος και συστημα, ποιο μεγαλεπηβολο φλυαρο ρητορικο σχημα, μπορεσε ποτε να συλλαβει, να αρθρωσει να ομολογησει, εναν τοσο ταπεινο, Θεο, τοσο ανθρωποποιημενο, σεσαρκωμενο, φιλο, αδελφο, οικειο, τα παντα τοις πασι, για ολους, μια αιωνια θυσια για μας, για την αναξια μας υπαρξη, την απανθρωπια μας, την αστοχια μας, την κακοτητα και την φθηνεια μας, την ακατανοησια μας, την ρηχοτητα μας, και την συγχυση μας;
Κανεις. Εκτος απο τον λαο που ειναι εδω τωρα. Καθε Κυριακη. Ξανα και ξανα εδω.
Και προχωρα η λειτουργια, το εργο του λαου, προχωρανε τα αγια τοις αγιοις, εις Αγιος, εις Κυριος, Ιησους Χριστος!
Και ερχεται η Απολυση..
Και περνα καθε ψυχουλα, να παρει το αντιδωρο, που λεει η ευσεβης παραδοση μας, οτι ειναι το σωμα της Παναγιας, το ευλογημενο και αγιασμενο υπολοιπο του Αρτου, που απεμεινε απο την θυσια του Αμνου, ειναι το παναγιο σωμα που Τον φιλοξενησε, τον εφερε στον κοσμο ασπορως, τον ετεκε με αρρητο τροπο, να λειτουργησει, να θεραπευσει, να διδαξει, να σωσει τον κοσμο.
Αδειαζει ο Ναος, μοσχοβολα, λαμπει, ξελειτουργουνται οι Ιερεις, καθενας παει στον τοπο του. Πορευεται.
Αυτος ο λαος, πορευεται. Πορευεται ως ο Ισραηλ, μεσα στην ερημο, στα παθη, στα βραχια, στην δυσκολια.
Ομως, μεσα στην πορεια του, μεσα στην αδεια χουφτα του, μετα την προσληψη του αντιδωρου, κρατα κατι αγιο, κατι μοναδικο, σφιχτα και κανεις δεν μπορει να του το αφαιρεσει.
Κρατα και παιρνει μαζι του, ενα μικρο Χερουβικο, μια ανακρουση ουρανιας μελωδιας, μια αγγελομουση ηχω, που τον συντροφευει, τον κρατα ορθιο, ζωντανο να εχει κατι, να προσμενει, κατι να τον περιμενει, κατι να τον παραμυθει, μια μυστικη αναμονη της ερχομενης, της παρουσης, της επικειμενης Βασιλειας των Ουρανων.
Αυτος ο λαος, εχει ζησει, κι αν δεν εχει ζησει, τουτο το πρωϊνο, τουτη την Κυριακη, με βροχη, με ηλιο και ζεστη, με πολεμο, και ειρηνη, με ιστορια, και καθημερινοτητα, με ησυχια και διωγμους, εχει ζησει και εχει δει..
Σε καθε ανασα, σε καθε απογνωση, θα τον συντροφευει μεσα στην σιωπη του θανατου, μεσα στην ενοχη σιωπη των δολοπλοκιων, του κοσμοκρατορα πονηρου και των δουλων του, ενα μικρο αγγελικο ακουσμα σε ηχο πρωτο, ενα λειτουργικο Χερουβικο.
Ως τον Βασιλεα των Ολων, υποδεξομενοι..
Ερχου Κυριε. Ηρθες, ερχεσαι, θα ερθεις. Ο λαος Σου, σε ποθει και σε περιμενει.
Εργα των χειρων Σου, ειμεθα, μην ημας, παρακαλουμε, και δεομεθα, παριδεις.
Αυτος ο λαος, ψαλλοντας το Χερουβικο, μεσα στην λειτουργια του, μεσα στην λειτουργια της ζωης, και του θανατου του, Σε περιμενει, εχει μονο Εσενα να περιμενει, τιποτα αλλο δεν τον κρατα εδω, παρα να περιμενει Εσενα και την καθε Κυριακη Σου, μεχρι την Μια και ατελειωτη Κυριακη Ημερα Σου.
Ειμαι και εγω λαος..
Σαν γυριζω το κλειδι στην πορτα, σαν να αθετω ηδη θελοντας και μη το “πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν”, επανερχομαι στα καθήμας, και αναλογιζομαι..
Ειμαι και’γω λαος, ειστε και εσεις λαος, που τυχον διαβαζετε τουτο το φλυαρο χαζοπονημα, και οτι και εαν ειμαστε, οτι και εαν μας κατατρωει, οτι και εαν μας αλλοιωνει και μας απομακρυνει, ας εχουμε κατα νου, ας εχουμε ακουσμα μας, το Χερουβικο..
Και ας κοιταμε καπου καπου, εχουμε σε καποια τσεπη πεταμενο, μετα απο καθε Κυριακη, ξεχασμενο εκεινο τον κοκκο της σιναπεως, που απο εμας περιμενει να τραφει και να βλαστησει, να μας δωσει ζωη περα απο την αθλια ζωη μας.
Ειναι η Βασιλεια του Χριστου, και ειναι το Χερουβικο της προανακρουσμα, που μας κρατα ορθιους, κοντρα σε ολους και σε ολα, κοντρα στον ιδιο μας τον εαυτο, παντα ορθιο, παντα αγωνιζομενο, και παντα ευλογημενο, αυτον τον λαο, τον λαο του Θεου του Ζωντος, που ειτε προφασει, ειτε εν αληθεια, Χριστον καταγγελει, στον κοσμο και στην οικουμενη.
Τον λαο των χερουβικων υμνων, και των δοξαστικων, με το αντιδωρο στο χερι, και την ελπιδα και την προσευχη στο αλλο.
Ακουγεται ισα ισα, χαμηλα και ανεπαισθητα, ουρανια και μυστικα:
“..ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν.”
Αλληλουϊα.
Απο την μια η ανθρωπινη, μικροτητα και αδυναμια, απο την αλλη η ακρα θεϊκη συγκαταβαση και η αλληλοπεριχωρηση, συναμα με την παντοδυναμια και το ακαταληπτο του Τριαδικου Θεου.
0 σχόλια