Ἦταν κόρη τοῦ Δωροθέου καὶ τῆς Εὐσεβίας. Αὐτοὶ ἦταν ἄτεκνοι καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσει παιδί. Πράγματι, ὁ Θεὸς εὐδόκησε, καὶ τὸ χριστιανικὸ αὐτὸ ζευγάρι ἀπέκτησε παιδί. Γεννήθηκε ἡμέρα Κυριακή, γι᾿ αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωσαν τὸ ὄνομα Κυριακή.
Κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, οἱ γονεῖς της συνελήφθησαν καὶ μετὰ ἀπὸ ἀνάκριση βασανίστηκαν καὶ ἀποκεφαλίστηκαν ἀπὸ τὸν δούκα Ἰοῦστο. Ἡ δὲ Κυριακὴ παραπέμφθηκε στὸν Καίσαρα Μαξιμιανό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν ἄρχοντα Βιθυνίας Ἱλαριανό, ὁ ὁποῖος τῆς ὑπενθύμισε ὅτι ἡ ὀμορφιά της εἶναι γιὰ ἀπολαύσεις καὶ ὄχι γιὰ βασανιστήρια.
Τότε ἡ παρθένος κόρη τοῦ ἀπάντησε: «Οὔτε στὴ νεότητά μου, οὔτε στὴν ὀμορφιά μου δίνω τὴν παραμικρὴ προσοχή. Καὶ τὰ λαμπρότερα ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα εἶναι προσωρινά, ὅπως τὰ ἄνθη καὶ κούφια, ὅπως οἱ σκιές. Σήμερα, ἔπαρχε, εἶμαι ὄμορφη, αὔριο μία ἄσχημη γριά. Νὰ κάνω, λοιπόν, κέντρο τῆς ζωῆς μου τὴν ὀμορφιά μου; Τὴν ἀξία της, ὅμως, τὴν γνώρισα στὶς ρυτίδες, ποὺ τὴν περιμένουν καὶ στὸν τάφο ποὺ τὴν καλεῖ. Νόμισες, λοιπόν, ὅτι θὰ κάνω τὴν τερατώδη ἀνοησία, νὰ χάσω τὴν αἰώνια λαμπρότητα γιὰ νὰ μείνω λίγο περισσότερο στὴ γῆ; Γι᾿ αὐτὸ στὸ ξαναλέω, ἔπαρχε: εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο χριστιανή».
Ἐξοργισμένος ὁ Ἱλαριανός, σκληρὰ τὴν βασάνισε καὶ διέταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ἀλλὰ πρὶν πέσει ἡ σπάθη, προσευχόμενη παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κυρίων τὸν Κύριον, καὶ Βασιλέα Χριστόν, ἐξ ὅλης ἠγάπησας, Κυριακὴ τῆς ψυχῆς, καὶ χαίρουσα ἤθλησας, ὅθεν Παρθενομάρτυς, παρ’ αὐτοῦ δοξασθεῖσα, βρύεις τοὶς σὲ τιμώσιν, ἰαμάτων τὴν χάριν, τοὶς πάσιν αἰτουμένη, πταισμάτων συγχώρησιν.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἡ Μάρτυς Χριστοῦ, ἡμᾶς συνεκαλέσατο, τοὺς ἄθλους αὐτῆς, τοὺς θείους καὶ παλαίσματα, ἐγκωμίοις ᾆσαι νῦν, φερωνύμως αὐτὴ γὰρ πέφηνεν, ὡς ἀνδρεία τώ φρονήματι, κυρία νοός, τε καὶ παθῶν ἀπρεπῶν.
Κύριον ποθοῦσα Κυριακή, τὸν ὡραῖον κάλλει, παρὰ πάντας τοὺς γηγενεῖς, τούτῳ ἐνυμφεύθης, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὡς Μάρτυς Ἀθληφόρος, καὶ καλλιπάρθενος.
0 σχόλια