Στὴν ἀποβάθρα τοῦ σταθμοῦ τοῦ τραίνου ἐπικρατεῖ τὸ ἀδιαχώρητο. Ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων ἔρχεται σιωπηλό, σκεφτικό, μὲ ἔκδηλη ἀγωνία καὶ φόβο. Ἄνδρες, γυναῖκες, νέοι, γέροι, παιδιά, ἐπιστήμονες καὶ ἀγράμματοι, ἄρχοντες καὶ ὑπηρέτες χωρὶς διακρίσεις, ἄλλοι φορώντας ροῦχα ἐργασίας, ἄλλοι νυχτικά, ἄλλοι ἐπίσημα κοστούμια, ἄλλοι ἀθλητικὲς φόρμες, ὅλοι, ὅμως, χωρὶς ἐπισημότητες ὁδεύουν πρὸς τὶς ἀποβάθρες. Τὴν ὥρα ποὺ κτύπησε τὸ καμπάνακι τῆς ἀναχωρήσεώς τους ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ὅπως ἦσαν ἔτρεξαν γιὰ τὸ σταθμό, ὅπου τὰ τραῖνα τοὺς περιμένουν. Δὲν ὑπάρχουν σ’ αὐτὸν ἐκδοτήρια εἰσιτηρίων. Αὐτὰ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ Ἄλλον πρὶν ἀπὸ χρόνια, τόσα ὅσα ἀφήνει Αὐτὸς ὁ ἄλλος στὸν καθένα, γιὰ νὰ ἀγωνισθεῖ καὶ νὰ σηκώσει ἀγόγγυστα τὸ σταυρὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε μαζὶ μὲ τὸ εἰσιτήριο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἔτσι, χωρὶς πρόσφατο εἰσιτήριο, ἀφοῦ κανεὶς δὲν γνωρίζει τὴν ὥρα ἀναχωρήσεως τοῦ τραίνου, ὅταν αὐτὸ σφυρίξει, ὅλοι συνωστίζονται, γιὰ νὰ ἐπιβιβασθοῦν σὲ αὐτό. Καὶ τὰ τραῖνα ἀναχωροῦν ἀσταμάτητα τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Ὢ Θεέ μου, τέτοια κίνηση, τέτοιο συνωστισμὸ κανείς μας δὲν ἔχει δεῖ μὲ τὰ χοϊκά του μάτια, ἀφοῦ δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ συνωστισμὸ ποὺ παρατηρεῖται στὶς ἀποβάθρες ἀναχωρήσεων στὶς μεγαλύτερες γιορτὲς τοῦ χρόνου καὶ στὶς διακοπές, ὅπου πλήθη λαοῦ φεύγουν γιὰ νὰ περάσουν εὐχάριστα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιστρέψουν πάλι στὴ χείμερα τῆς καθημερινότητος. Δὲν συγκρίνεται ἐπίσης οὔτε μὲ τὸ συνωστισμό, ὅπως μοῦ τὸν διηθήθηκε ἡ γιαγιά μου, ποὺ συνέβη κατὰ τὴν κοσμοχαλασιὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὰ δυσχείμερα χρόνια τῆς καταστροφῆς ἀπὸ τὶς ὀρδὲς τῶν ἀπίστων κατακτητῶν.
Παρὰ τὸ συνωστισμὸ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ φθάνουν στὸ σταθμό, ποὺ νὰ μὴν ἐπιβιβασθεῖ σὲ τραῖνο. Ὅλοι ἐπιβιβάζονται σὲ ὅποιο βροῦν μπροστά τους γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, τὸ ταξίδι χωρὶς ἐπιστροφή. Καὶ τί περίεργο. Ἐνῶ ὑπάρχει ἄπειρο συνωστιζόμενο πλῆθος ἐπιβατῶν δὲν ὑπάρχουν στὶς ἀποβάθρες οὔτε συγγενεῖς, οὔτε οἰκεῖοι, οὔτε φίλοι, γιὰ νὰ τοὺς χαιρετίσουν. Ὁ χαιρετισμὸς ἔχει προηγηθεῖ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὸ σταθμό, ἀφοῦ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς προσεγγίσει. Ὑπάρχουν νοητοί, ἄϋλοι φρουροὶ ποὺ τὸν φυλάσσουν. Ἄλλωστε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες δὲν ἔχει ἀποσκευές, γιὰ νὰ χρειασθεῖ τὴ βοήθειά τους. Γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ οἱ ὑλικὲς ἀποσκευὲς δὲν ἐπιστρέπονται, ὅπως δὲν ἀπαιτεῖται καὶ πρόσφατο εἰσιτήριο. Κάθε ἐπιβάτης ἔχει μόνο δύο συνοδούς, τοὺς ὁποίους, ἀλλοίμονο, γιὰ πρώτη φορὰ βλέπει. Αὐτοὶ θὰ τὸν συνοδεύσουν στὸν τελικό του προορισμό. Εἶναι δύο συνοδοὶ μὲ ἀντιπαλότητα, ἀφοῦ κάθε ἕνας θέλει τὸ συνοδευόμενό του νὰ τὸν κατευθύνει στὸ δικό του προορισμό. Καὶ οἱ ἐπιβάτες δὲν μποροῦν νὰ ἀντιδράσουν. Ἄγονται καὶ φέρονται ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μόνο ἀγωνιοῦν γιὰ τὸν τελικὸ προορισμό. Θὰ εἶναι προορισμὸς ἀσταμάτητης χαρᾶς μέσα στὸ ἄδυτο φῶς ἢ προορισμὸς διαρκοῦς θλίψεως μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι;
Τὸ τραῖνο μὲ ὅλους τοὺς ἐπιβάτες τρέχει μέσα ἀπὸ τὸ χωροχρόνο καὶ κατευθύνεται σὲ μέρη ἄγνωστα. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πόνος ἢ λύπη ἢ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητη. Ἡ ἀγωνία τῶν ἐπιβατῶν αὐξάνει ὅσο τὸ τραῖνο τρέχει πρὸς τὸ τέλος. Θὰ φθάσουν στὸ φῶς ἢ στὸ σκοτάδι; Δυστυχῶς αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιλέξουν τώρα τὸν προορισμό τους. Ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχαν προεπιλέξει πρὶν ξεκινήσουν τὸ μεγάλο ταξίδι. Ὅταν σήκωναν μὲ χαρὰ τὸ σταυρὸ ποὺ τοὺς δόθηκε καὶ δόξαζαν τὸ δωρεοδότη τους, ὅταν ἔβαζαν λαδάκι στὸ λυχνάρι τους, γιὰ νὰ μὴ σβήσει καὶ νὰ τοὺς φωτίζει μέχρι τέλους στὸ πρόσκαιρό ταξίδι τους, αὐτὸ ποὺ διαρκοῦσε ἡμέρες καὶ νύχτες χωρὶς νὰ γνωρίζουν ἂν θὰ τελείωνε κάποια ἡλιόλουστη ἡμέρα ἢ κάποια ζοφώδη καὶ ἀσέληνη νύχτα.
Οἱ δύο συνοδοὶ ἀνοίγουν τὰ βιβλία τους καὶ βλέπουν τὶς κρατήσεις τῶν εἰσιτηρίων καὶ ὅλα τὰ γραφόμενα. Ἀνάλογα μὲ αὐτὰ θὰ χτυπήσουν καὶ τὸ κουδούνι γιὰ τὴν ἀποβίβαση τῶν ἐπιβατῶν ποὺ συνοδεύουν καὶ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀντισταθοῦν στὶς ἀποφάσεις τους. Ἄλλωστε οἱ ἴδιοι εἶχαν προδιαγράψει τὸν τελικό τους προορισμὸ μὲ τὰ ἔργα τους, μὲ τὴν κοινωνική τους συμπεριφορά, μὲ τὴν ἀγάπη τους καὶ πρώτιστα μὲ τὴν πίστη τους σὲ Αὐτὸν ποὺ θὰ τοὺς περιμένει νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ καὶ εἴτε νὰ τοὺς πεῖ «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» εἴτε νὰ τοὺς πεῖ «δοῦλε πονηρὲ καὶ ὀκνηρέ, πορεύου εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον».
Στὸ τέλος τῆς διαδρομῆς ποὺ ἐπιτρέπει τὸ εἰσιτήριό τους, τοὺς περιμένει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, ὁ ἐλεήμων καὶ συμπαθὴς καὶ φιλάγαθος, ἀλλὰ καὶ ὁ δίκαιος Κριτής. Στὸ πρόσκαιρο ταξίδι μας στὴ γῆ Αὐτὸς μᾶς δείχνει σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ ἐλέους. Μᾶς συμπονᾶ, μᾶς θέλει νὰ ἀγωνιζόμαστε νόμιμα καὶ κάτω ἀπὸ τὴ δική Του ἐπίβλεψη καὶ θέλει νὰ μᾶς σφραγίσει τὸ εἰσιτήριό μας γιὰ τὸ ταξίδι μας χωρὶς ἐπιστροφὴ μὲ τὴ σφραγίδα τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ φωτός. Μετὰ ὅμως τὸ προαποφασισμένο ἀπὸ Αὐτὸν ταξίδι μας μᾶς συναντᾶ ὄχι ὡς ἐλεήμων, ἀλλὰ ὡς Κριτὴς ἀδέκαστος. Ἔτσι, βάζει στὸ ζυγὸ τῆς δικαιοσύνης του ὅλα ὅσα ὁ ἕνας συνοδός, μας, ὁ ἐκ δεξιῶν μας, ἔχει καταγράψει καὶ ὅσα ὁ ἄλλος συνοδός μας, ὁ ἐξ ἀριστερῶν ἔχει στὰ βιβλία του, αὐτὸς ποὺ μᾶς θέλει στὸ σκοτάδι τῶν λυπηρῶν, καὶ παίρνει τὴν μεγάλη ἀπόφαση. Ὁ ταξιδιώτης μάταια καθικετεύει τὸν ἐκ δεξιῶν συνοδό του νὰ τὸν βοηθήσει. Τὸ εἰσιτήριο ἔχει σφραγισθεῖ καὶ δὲν ἀλλάζει. Ἂν ὅμως αὐτὸς ὁμολογήσει ὅτι ὁ ταξιδιώτης του ζητοῦσε ἐπίμονα τὸ θεῖο ἔλεος στὸ πρόσκαιρο ταξίδι του τότε βάζει ἕνα βαρίδι στὴ ζυγαριὰ τῆς θείας Δικαιοσύνης καὶ στὸν ταξιδιώτη ἀνοίγει ἡ πόρτα τῆς χαρᾶς μπροστὰ στὰ χαρούμενα μάτια του καὶ στὴν ἀπελπισία τοῦ ἐξ ἀριστερῶν του, ποὺ νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
Τὸ συνωστισμὸ αὐτὸ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἀποφύγει. Εἶναι ὁ συνωστισμὸς τῆς ὥρας τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ξεκινήματος τοῦ αἰωνίου ταξιδιοῦ μας. Καλὸ καὶ συνετὸ γιὰ ὅλους μας εἶναι νὰ σφραγίσουμε ἀπὸ τώρα μὲ ἔργα πίστεως καὶ ἀγάπης τὸ εἰσιτήριο τοῦ ἀνεπίστροφου ταξιδιοῦ μας.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Σιωπηλὸς συνωστισμός
Please follow and like us:
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία
0 σχόλια