Διήγηση στον θρήνο του προφήτου Ιερεμίου περί της Ιερουσαλήμ και στην άλωση ταύτης και περί της εκστάσεως Αβιμέλεχ
Ο μεγάλος προφήτης Ιερεμίας καταγόταν από την πόλη Αναθώθ.
Αυτόν τον προφήτη τον μαστίγωσε αλύπητα κάποτε ο ιερέας Πασχώρ, γιος του Εμμήρ, πού ήταν προϊστάμενος και επόπτης του Ναού του Θεού.
Όταν όμως ή πρόνοια του Θεού τον ελευθέρωσε από τον καταρράκτη, είπε στον Πασχώρ:
Το όνομα σου φανερώνει πώς θα μετοικήσεις απ’ αυτή τη γη της Ιερουσαλήμ.
Τον καιρό του βασιλιά Ιωακείμ ό Ιερεμίας θρηνούσε πάλι την Ιερουσαλήμ.
είπε τότε ό Κύριος στον Ιερεμία:
Κάνε ξύλινα δεσμά και βάλε τα στο λαιμό σου, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά των Μωαβιτών και το βασιλιά της Ιδουμαίας και το βασιλιά της Σιδώνας.
Εκείνος, πράγματι, έφτιαξε αμέσως τα ξύλινα δεσμά και τα πέρασε στο λαιμό του.
Ό Αχεικάμ ήταν αξιωματούχος στην αυλή του βασιλιά Ιωακείμ.
Αυτά τα λόγια μου είπε ό Κύριος: “Θα συντρίψω το ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας από τον τράχηλο όλων των εθνών”.
Είπε τότε ό Ιερεμίας στον ψευδοπροφήτη:
Δολερά είναι τα χείλη σου, δηλητήριο χύνει και ή καρδιά σου.
Το δέκατο χρόνο της βασιλείας του Σεδεκία, βασιλιά του Ιούδα, ό Ιερεμίας πενθούσε και θρηνούσε πάλι την Ιερουσαλήμ.
Άλλα, δεν ξέρω πώς, κατόρθωσε ό προφήτης και βγήκε από τη φυλακή.
Έμεινε εκεί αρκετό καιρό.
Επειδή σου έκανα αυτό το καλό, του είπε ό βασιλιάς, πες μου τι μέλλει να συμβεί στα χρόνια της βασιλείας μου.
Δεν είμ’ εγώ αυτός πού λαλεί, βασιλιά, αλλά το Πνεύμα του Θεού, πού μιλάει με το στόμα μου. Τώρα δεν έχω τίποτα να πω. ‘Ό,τι έγραψα, έγραψα.
Μετά απ’ αυτή την απάντηση του προφήτη, ό βασιλιάς τον στέλνει γι’ άλλη μια φορά στη φυλακή. Οι συκοφάντες όμως έβαζαν λόγια στο βασιλιά:
— Γιατί αυτός εδώ, ακόμα και μέσ’ από τη φυλακή, σπέρνει ζιζάνια στις καρδιές των πολεμιστών, και προκαλεί ταραχή αντί να καλλιεργεί τη γαλήνη; Καλύτερα να θανατωθεί ένας για το καλό των πολλών.
Ορίστε λοιπόν, τον αφήνω στα χέρια σας, είπε ό βασιλιάς.
Πήραν τότε τον Ιερεμία και τον έριξαν στο λάκκο του Μελχία, στο βόρβορο των νεκρών.
Όταν το έμαθε ό Αβιμέλεχ, πήγε και είπε στο βασιλιά:
Γιατί έκανες τόσο κακό, βασιλιά μου, σ’ αυτό τον άνθρωπο;
Δεν το ‘κανα θεληματικά, αποκρίθηκε εκείνος, αλλά για το φόβο του λαού. Πάρε όμως τώρα μαζί σου τριάντα δυνατούς άντρες, και πήγαινε να τον βγάλεις από το λάκκο.
Έτρεξε γρήγορα ό Αβιμέλεχ και, με τη βοήθεια του Θεού, έβγαλε σώο τον προφήτη από το λάκκο. Τον κάλεσε τότε κοντά του ό βασιλιάς και του είπε:
Μη μου κρύψεις ό,τι θέλω να μάθω.
Ό προφήτης όμως του απάντησε:
Γιατί αποστρέφεσαι την αλήθεια, βασιλιά;
Εγώ δε γίνομαι κήρυκας του ψεύδους, έστω κι αν με θανατώσεις όχι μια, αλλά πολλές φορές.
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ό βασιλιάς ορκίστηκε:
Ζει ό Θεός των πατέρων μου. Δε θα σε σκοτώσω ό,τι κι αν μου πεις, ούτε θα σε παραδώσω στα χέρια των στρατιωτών.
Μετά απ’ αυτό ό Ιερεμίας του είπε:
Αν ακούσεις τη συμβουλή μου και βγεις να προϋπαντήσεις τους Βαβυλώνιους, θα σώσεις και τη ζωή σου και την πόλη. Αν όμως έρθεις αντιμέτωπος μ’ αυτούς, μάθε ότι και συ δε θα ξεφύγεις απ’ τα χέρια τους, μα και ή πόλη θα γίνει παρανάλωμα της φωτιάς.
Αλλά ό βασιλιάς πήρε γι’ ανόητες φλυαρίες τα λόγια του προφήτη. Γι` αυτό και δε σώθηκε απ’ την πολεμική ορμή των Βαβυλωνίων. Ήρθαν και πολιόρκησαν την πόλη και δεν άφηναν να περάσουν μέσα προμήθειες τροφίμων. Έπεσε τότε μεγάλη πείνα στην Ιερουσαλήμ.
Ό Σεδεκίας, από φόβο μην πεθάνει μέσα στην ίδια του την πόλη, δοκίμασε να το σκάσει νύχτα, μαζί με τους δικούς του. Τους πήραν είδηση όμως οι Χαλδαίοι, τους καταδίωξαν και τους έπιασαν. Τους γιους του Σεδεκία τους έσφαξαν επιτόπου, μπροστά στα μάτια του πατέρα τους. Τον ίδιο τον τύφλωσαν, ξεριζώνοντας τα μάτια του από τις κόγχες και τον κατέβασαν δεμένο στη Βαβυλώνα, διασκεδάζοντας μαζί του σα να ‘ταν παιχνίδι. Σ’ αυτή την κατάσταση έζησε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του.
Ό Ναβουζαρδάν, ό αρχιμάγειρας του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, μπήκε στην Ιερουσαλήμ και της έβαλε φωτιά απ’ άκρη σ’ άκρη, ενώ το Ναό του Θεού τον έκανε σκόνη, καθώς είχε προφητέψει ό Ιερεμίας, κι όλα του τα πράγματα τα πήγε στη Βαβυλώνα.
Αλλά, μετά από εβδομήντα χρόνια, ελευθερώθηκε πάλι ή Ιερουσαλήμ, καθώς θα διηγηθούμε αναλυτικότερα πιο κάτω. Ενώ τώρα θα πούμε τι λάλησε ό Κύριος στον Ιερεμία πριν από την άλωση της πόλης και πώς έγινε ή άλωση της.
Εκείνες τις μέρες είπε ό Κύριος στον Ιερεμία:
Ιερεμία, σήκω και βγές από την πόλη μαζί με το Βαρούχ, επειδή πρόκειται να την αφανίσω για το πλήθος των αμαρτιών των κατοίκων της.
Εσείς θα γλιτώσετε, γιατί οι προσευχές σας είναι σα στύλοι ακλόνητοι ανάμεσα τους, και περικυκλώνουν την πόλη σαν ένα διαμαντένιο τείχος.
Βγές λοιπόν τώρα κιόλας έξω απ’ αυτήν, πριν την πολιορκήσουν οί στρατιωτικές δυνάμεις των Χαλδαίων. Σε παρακαλώ, Κύριε, είπε ό Ιερεμίας, δούλος Σου είμαι κι επίτρεψέ μου να σου πω κάτι.
Μίλησε, είπε ό Κύριος.
Κύριε, παραδίνεις αυτή την πόλη στα χέρι των Χαλδαίων, για να ‘χουν μετά να καυχιόνται πώς την κυρίεψαν; Κύριε μου, αν είναι θέλημα Σου να χαθεί ή πόλη, ας αφανιστεί καλύτερ’ απ’ τα χέρια Σου. Όχι απ’ τους Χαλδαίους.
Και είπε ό Θεός:
Εσύ σήκω και φύγε. Και μην ανησυχείς, οί Χαλδαίοι δεν πρόκειται να καυχηθούν. Γιατί μόνοι τους δε μπορούν να μπουν στην Ιερουσαλήμ, αν εγώ δεν τους ανοίξω τίς πύλες της. Πήγαινε στο Βαρούχ και πες του ότι σου είπα. Και την έκτη ώρα της νύχτας ελατέ στα τείχη. Και θα δείτε ότι, αν δεν ανοίξω εγώ τις πύλες, οι εχθροί δε θα μπορέσουν να μπουν.
Αυτά είπε ό Θεός κι απομακρύνθηκε από τον Ιερεμία. Εκείνος πήγε και τα φανέρωσε όλα στο Βαρούχ. Τότε ήρθαν μαζί στο Ναό, ξέσκισαν τα ρούχα τους, έριξαν χώμα στα κεφάλια τους και θρηνούσαν για πολύ.
Την έκτη ώρα σηκώθηκαν και ήρθαν στα τείχη της πόλης. Εκεί άκουσαν ήχους από σάλπιγγες. Είχαν έρθει άγγελοι από τον ουρανό με λαμπάδες στα χέρια και στάθηκαν στα τείχη. Όταν τους είδαν οί προφήτες, έκλαψαν πικρά:
Τώρα διαπιστώνουμε πώς είν’ αληθινός ό λόγος πού λάλησε ό Θεός.
Και ικέτεψαν τους αγγέλους:
Σας παρακαλούμε, μην καταστρέψετε την πόλη πριν μιλήσουμε στο Θεό.
Στράφηκε τότε ό Ιερεμίας στο Θεό:
Σε παρακαλώ, Κύριε, πρόσταξε να Σου μιλήσω!
Μίλησε!
Να, μάθαμε πώς θα παραδώσεις την Ιερουσαλήμ στα χέρια των έχθρων της και θα συρθεί αιχμάλωτος ό λαός Σου στη Βαβυλώνα. Λοιπόν, τι να κάνουμε τ’ άγια σκεύη του Ναού Σου;
Να τα παραδώσεις στη γη, λέγοντας της: “Άκουσε γη τη φωνή του Θεού, πού σε δημιούργησε, πού σ’ έβαλε πάνω στα νερά των θαλασσών, πού σε σφράγισε μ’ εφτά καιρούς, και πάρε αυτά πού θα σε ομορφαίνουν. Πάρε και φύλαξε τ’ άγια σκεύη της λειτουργίας, μέχρι να συναθροιστεί πάλι ό αγαπημένος λαός”.
Σε παρακαλώ Κύριε, είπε πάλι ό Ιερεμίας στο Θεό, τι να κάνω με τον Αιθίοπα Αβιμέλεχ, πού πολύ ευεργέτησε έμενα, το δούλο Σου; Αυτός είναι πού μ’ έβγαλε από το λάκκο του βορβόρου, όπου με είχαν ρίξει, και δε θέλω να δει τον αφανισμό της πόλης, γιατί ‘ναι μικρόψυχος και θα πεθάνει απ’ το φόβο του.
Στείλε τον στο αμπέλι του Αγρίππα και θα τον σκεπάσω με τη σκιά του όρους μέχρι να επιστρέψει ό λαός από την αιχμαλωσία.
Μετά απ’ αυτά, έφυγαν οι προφήτες και πήγαν στο Ναό. Πήραν τα σκεύη της λειτουργίας και τα έκρυψαν στη γη, καθώς τους είχε παραγγείλει ό Θεός.
Το άλλο πρωί λέει ό Ιερεμίας στον Αβιμέλεχ:
Πάρε, παιδί μου, ένα κοφίνι και πήγαινε στο χωράφι του Αγρίππα, από το δρόμο του όρους.
Μάζεψε σύκα και φέρε τα στους άρρωστους του λαού. Στο χέρι σου είναι να τους ευφράνεις και να τους δώσεις μιαν αναψυχή.
Εκείνος έφυγε αμέσως για το χωράφι.
Και να! Ό στρατός των Χαλδαίων ήρθε και κύκλωσε την Ιερουσαλήμ. Και σάλπισε ό μεγάλος άγγελος, λέγοντας:
Μπείτε μέσα στην πόλη όλοι οι Χαλδαίοι!
Να, σας άνοιξα την πύλη!
Τότε ό Ιερεμίας πήρε τα κλειδιά του Ναού, βγήκε από την πόλη, τα έριξε μπροστά στον ήλιο και είπε:
Πάρε τα και φύλαξε τα μέχρι τη μέρα πού θα σου τα ζητήσει ό Κύριος.
Ό Αβιμέλεχ πάλι, αφού μάζεψε τα σύκα μέσα στη ζέστη, βρήκε ένα δέντρο και κάθισε στη σκιά του για να ξεκουραστεί λίγο.
Αφού πέρασαν τα εβδομήντα χρόνια, ξύπνησε ό Αβιμέλεχ και είπε:
Αχ, τι γλυκό ύπνο έκανα! Γλυκό αλλά λίγο.
Φαίνεται πώς γι` αυτό είναι το κεφάλι μου βαρύ, επειδή δε χόρτασα ύπνο.
Κοίταξε μέσα στο κοφίνι και βρήκε τα σύκα να στάζουν ακόμα γάλα, σα να ‘χαν κοπεί πριν από λίγο. Τότε σκέφτηκε:
Νιώθω την ανάγκη να κοιμηθώ ακόμα λίγο.
Επειδή όμως μ’ έστειλε άρον – άρον ό Ιερεμίας για τα σύκα, αν κοιμηθώ κι άλλο θα καθυστερήσω και θα στεναχωρηθεί. Μήπως, άλλωστε, κάθε μέρα δεν έχει κόπο και ζέστη; Ας γυρίσω λοιπόν γρήγορα πίσω, και κοιμάμαι εκεί.
Έτσι, πήρε τα σύκα και γύρισε στην Ιερουσαλήμ. Όμως ούτε την πόλη γνώρισε ούτε το σπίτι του Βρήκε ούτε κάποιον συγγενή ή φίλο του.
Κύριε, ελέησον! είπε σαστισμένος. Ονειρεύομαι. Δεν είν’ αυτή ή πόλη. Σάλεψε φαίνεται το μυαλό μου, επειδή δε χόρτασα ύπνο.
Βγήκε από την πόλη. Άρχισε να ψάχνει την περιοχή. Είδε μερικά χαρακτηριστικά σημάδια και την αναγνώρισε.
Αυτή είναι ή Ιερουσαλήμ, είπε.
Ξαναμπήκε στην πόλη, αλλά δε βρήκε κανένα φίλο ή συγγενή του, όσο κι αν έψαξε.
Κύριε, ελέησον!
Βγήκε για δεύτερη φορά.
Εδώ θα καθίσω, μέχρι ό Κύριος να με φέρει πάλι στα συγκαλά μου.
Εκεί πού καθόταν, βλέπει ένα γέροντα να ‘ρχεται από το χωράφι του και του λέει:
Σε παρακαλώ, παππούλη μου, ποια είν’ αυτή ή πολιτεία;
Ή Ιερουσαλήμ, παιδί μου.
Και που είν’ ό ιερέας του Θεού Ιερεμίας κι ό αναγνώστης Βαρούχ κι όλος ό λαός της πόλης;
Κοίταξα και δεν τη βρήκα.
Δεν είσαι συ από δω; αποκρίθηκε ό γέροντας.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Αβιμέλεχ, λέει στο γέροντα:
Αν δεν ήσουνα γέρος κι αν δεν ήταν άπρεπο για έναν άνθρωπο του Θεού να δείχνει ασέβεια στο μεγαλύτερο του, θα σε περιγελούσα και θα σ’ αποκαλούσα τρελό μ’ αυτά πού λες, ότι δηλαδή ό λαός είν’ αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Γιατί ακόμα κι αν ανοίγονταν οι πύλες τ’ ουρανού, κι αν κατέβαιναν οι άγγελοι του Θεού για να τους συλλάβουν με δύναμη κι εξουσία, πάλι δε θα ‘ταν δυνατό να ‘χουν οδηγηθεί τόσο γρήγορα στη Βαβυλώνα. Πόση ώρα πέρασε, αφότου μ’ έστειλε ό Ιερεμίας στο χωράφι του Αγρίππα, για να μαζέψω λίγα σύκα και να τα δώσουμε στους άρρωστους του λαού; αφού μάζεψα τα σύκα, κάθισα κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσω. Από την πολλή ζέστη όμως με πήρε ό ύπνος. Και νόμισα πώς αργοπόρησα, αλλά, καθώς ξεσκέπασα τα σύκα, τα βρήκα μέσα στο κοφίνι να στάζουν γάλα, σα να τα ‘χα κόψει εκείνη τη στιγμή. Πώς λοιπόν εσύ τώρα λες ότι, όσο έλειπα, αιχμαλωτίστηκε ό λαός και οδηγήθηκε στη Βαβυλώνα; Για να διαπιστώσεις μάλιστα πώς δε σου λέω ψέματα, να, πάρε τα σύκα και δες τα.
Είδε ό γέροντας τα σύκα και είπε:
– Αχ, παιδί μου!
Σα να συνήλθε από μεθύσι ό Αθιμέλεχ.
Ευλογητός ό Θεός του ουρανού και της γης, ή ανάπαυση των ψυχών των δικαίων!
Έπειτα στράφηκε στο γέρο και τον ρώτησε:
Τι μήνα έχουμε τώρα;
Δωδέκατο, αποκρίθηκε εκείνος.
Και παίρνοντας λίγα σύκα από τον Αβιμέλεχ, του ευχήθηκε κι έφυγε*.
* Ή παραπάνω ιστορία για τα σύκα είναι γνωστή από την παράδοση.
0 σχόλια