«ΧΑΙΡΕ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ…»
«Χαῖρε Κεχαριτωμένη…»
Ποιὸ ἄλλο θὰ ἄρμοζε ἐγκώμιο νὰ ἀκουστεῖ καὶ ποιὸς ἄλλος ὕμνος θὰ ἦταν πρεπωδέστερος καὶ δὲν θὰ ὠχριά μπροστὰ στὸν ἀνεπιτήδευτο καὶ εἰρηνικὸ αὐτὸ χαιρετισμό, τὸν ὁποῖο ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος δι’ ἐνὸς ἐκ τῶν ἐνδοξοτέρων ἀντιπροσώπων του, τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἀποστέλλει πρὸς τὴν ἀειπάρθενον Μητέρα τοῦ Κυρίου;
Ἀθόρυβα καὶ χωρὶς κανεὶς ἄλλος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ, ἀκούστηκε σιγά-σιγὰ στὴν ἥσυχη κωμόπολη τῆς Ναζαρὲτ ὁ οὐράνιος αὐτὸς χαιρετισμὸς καὶ προσέπεσε τὸ κατ’ ἀρχὰς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν ἀμόλυντο ἀκοὴ τῆς εὐλογημένης καὶ κεχαριτωμένης Παρθένου. Πέρασαν ἀκόμη λίγα χρόνια ἀναμονῆς καὶ γλυκειᾶς προσδοκίας. Καὶ ἐνῷ ἡ εἰρηνικὴ ἀντήχηση τοῦ θεσπεσίου αὐτοῦ χαιρετισμοῦ ἐφαίνετο παρελθοῦσα, ἀνανεούται πάλιν ἐνισχυομένη καὶ δυναμούμενη ὁλονέν, γιὰ νὰ προσπέσει τώρα στὶς ἀναρίθμητες ἀκοὲς τῶν διὰ τοῦ Υἱοῦ της λυτρωθέντων καὶ γιὰ νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἀπὸ τὰ χείλη τὰ ὁμολογοῦντα τὴν σὲ Ἐκεῖνον πίστη.
«Χαῖρε Κεχαριτωμένη…». Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς τῆς χαρᾶς, ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς τὴν οὐράνιας εἰρήνης, φθάνει καὶ μέχρι τὶς μέρες μας, καὶ σκορπίζει γλυκειὰ παρηγοριὰ καὶ φῶς θείας ἐλπίδος καὶ βάλσαμον παραμυθίας οὐρανίου. Εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία σπογγίζει τὰ δάκρυα, μὲ τὰ ὁποία ἡ προμήτωρ μας Εὕα ἐζύμωσε τὴν ζωήν μας. Εἶναι αὐτή, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε ὡς ὄργανό Του ἁγνὸ ὁ ἀγαθός μας Πατήρ, γιὰ νὰ ἀρθεῖ ἡ καταισχύνη καὶ ἡ ἐντροπή, ποὺ καταπλάκωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐκδιωκόμενο ἐξ αἰτίας τῆς Εὔας ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ.
«Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Εἶσαι εὐλογημένη, ἐπαινετὴ καὶ δεδοξασμένη μεταξὺ ὅλων τῶν γυναικῶν. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶσαι; Ἡ Εὕα ἡ προμήτωρ μας ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἁγνὴ καὶ καθαρά, καὶ δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ δώσει στὸν Πλάστη ὁλόκληρη τὴν θέλησή της, ἀλλ’ ἁμαρτήσασα λέρωσε τὸν ἑαυτό της καὶ ἐκδιώχθηκε τοῦ Παραδείσου. Σύ, ἡ Παρθένος καὶ ἁγνὴ Μαριάμ, ἐξῆλθες ἀπὸ σπλάχνα ἐνὸς μολυσμένου καὶ διεφθαρμένου κόσμου καὶ εὑρέθης ἀξία τοῦ καθαροῦ καὶ ἄμωμου Θεοῦ, γιὰ νὰ Τὸν δεχθεῖς στὰ σπλάχνα σου καὶ γιὰ νὰ προσλάβει Ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ ἁγνὰ καὶ ἄχραντα αἵματά σου τὴν ἀμόλυντο σάρκα Του. Ὅ,τι δὲν ἔδωσε ἡ Εὕα στὸν Θεό, τὸ ἔδωσε Ἐσύ, τὴν καρδιά Σου ὁλόκληρο, τὴν θέλησή Σου πλήρη.
Ἄς δοῦμε, πὼς ἡ Εὔα κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου δελεάζεται ἀπὸ τὴν παγίδα τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἀκόμα δὲν εἶχε μολύνει τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἄς δοῦμε καὶ αὐτὴν τὴν Παρθένον καὶ ἁγνή, πὼς μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον διεφθαρμένο καὶ πονηρό, ὅπως ἦταν ἡ διαβόητη Ναζαρέτ, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτα καλὸ δὲν μποροῦσε νὰ περιμένει κανείς, μένει μακρυὰ ἀπὸ τῆς πολυμόρφου ἁμαρτίας τὶς πολυποίκιλες παγίδες καὶ διατηρεῖται δοχεῖο ἁγνὸ πρὸς ὑποδοχὴ τοῦ πάσης ἁγνότητος καὶ ἁγιότητος ὑπερκειμένου Θεοῦ Λόγου.
Ἄς δοῦμε πὼς ἡ Εὔα ἀνοίγει τὴν ἀκοή της στὴν φωνὴ τοῦ ὄφεως, γιὰ νὰ ἐνωτισθεῖ τὸ κήρυγμα τῆς ἀποστασίας κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ πιστεύσει ἀμέσως στὰ λόγια τοῦ ψεύτου διαβόλου, ἀμφιβάλλουσα καὶ ἀρνουμένη τοὺς λόγους τοῦ ἀληθινοῦ καὶ Παναγάθου Πλάστου της. Ἡ Παρθένος Μαριὰμ ὅμως, πὼς ἐρευνᾶ εὐλαβῶς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ἐνὸς ἀγγέλου καὶ πὼς εὐθὺς μόλις πείθεται ὅτι ἡ πρὸς αὐτὴν λαλοῦσα φωνὴ δὲν εἶναι φωνὴ ὑποκρυπτομένης κάποιας πονηρᾶς πράξεως, ἀλλὰ φωνὴ ἐξαγγέλουσα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πὼς κλίνει εὐθὺς τὴν κεφαλὴ πρόθυμος ὡς δούλη ταπεινὴ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ἄς προσέξουμε τῆς Εὔας τὴν ἀλαζονικὴ προπέτεια καὶ τῆς Παρθένου τὴν ταπεινόφρονα σιγῆ. Ἁπλώνει τὸ χέρι της ἡ προμήτωρ στὸ ἀπαγορευμένο ξύλο καὶ ὠθεῖται πρὸς αὐτὸ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ κάποια ἁπλὴ περιέργεια. Ζητεῖ τὸ ταχύτερο νὰ ἀνυψωθεῖ στὴν δόξα καὶ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταστεῖ τὸ συντομότερο αὐτὴ ὡς Θεός. Ἀκούει τὴν θεία πρόσκληση ἡ Παρθένος, διὰ τῆς ὁποίας καλεῖται ἐπὶ θρόνου θείου καὶ βασιλικοῦ, στὸν ὁποῖο θὰ τὴν μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές, καὶ μὲ σεβασμὸ σκύβει τὸ κεφάλι μὲ εὐγνωμοσύνη πολὺ πρὸς τὸν ἐπιβλέψαντα ἐν συγκαταβάσει ἐπὶ τὴν ταπείνωση τῆς δούλης Αὐτοῦ. Καὶ κρύπτει μὲ σεμνότητα τὸ ἐν αὐτῇ συντελούμενον μυστήριο, ξένη πρὸς κάθε καυχησιολογία καὶ ἐπίδειξη ματαιότητας κενοδόξου, τόσο συνήθους καὶ προσφιλοῦς στὶς λοιπὲς γυναῖκες.
«Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Ἡ Εὕα μὲ τὴν παρακοὴ της μᾶς ἔριξε στὴν κοιλάδα αὐτὴ τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν δακρύων. Ἐσύ, ἡ εὐλογημένη καὶ ἀειπάρθενος κόρη, μὲ τὴν πρόθυμη στὸν Κύριό Σου ὑπακοὴ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχὴν καὶ κατέστης γέφυρα μεταβιβάζουσα ἡμᾶς στὸ βασίλειο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης. Ἡ προμήτωρ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονικὴ προπέτειά της μᾶς ἐγκρέμισε ἐγγύτατα στὸν Ἅδη. Ἡ δική Σου ταπείνωση ἔδιωξε τὴν καταισχύνη μας καὶ μᾶς μετέστησε πιὸ κοντὰ στοὺς Οὐρανούς.
«Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Ἀπέπλυνας, Ἐσύ, τὸ ὄνειδος τῆς Εὔας καὶ ἔγινες τὸ αἰώνιο καύχημα καὶ ἐγκαλλώπισμα τοῦ γυναικείου κόσμου. Τὸ γένος ὁλόκληρο τῶν Χριστιανῶν σὲ προσκυνεῖ ὡς ὑπέρτιμο Βασίλισσα αὐτοῦ καὶ ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ γενεὲς μακαρίζουν τὸ ὄνομά Σου. Καμμία ἄλλη στὸν κόσμο οὔτε ἀπέκτησε, ἀλλ’ οὔτε θὰ ἀποκτήσει τὴν δόξα Σου καὶ τὴν λαμπρότητά Σου. «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί».
0 σχόλια