Τό βασικό καί ἀπαραίτητο ὅπλο, μέσο καί στοιχεῖο πού χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιά τή μεγάλη «ἐπιχείρηση» καί «ἐκστρατεία» τοῦ ἀγώνα εἶναι ὁ ἀναστεναγμός καί ἡ ἀνάσα, τό κλάμα καί τό δάκρυ πού γίνεται ψίθυρος καί παίρνει τό ὄνομα: Προσευχή.
Μέ τήν προσευχή, λοιπόν,
ἡ Ἐκκλησία χειραγωγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν περίοδο πού ἀπό σήμερα θά εἰσέλθουμε.
Χρειάζεται νά μάθει ὁ ἄνθρωπος νά ὑψώνει τά χέρια καί τήν ψυχή του στό Θεό,
γιατί μόνο τότε θά μπορεῖ νά καυχιέται πώς ὑπάρχει, πώς ζεῖ.
Καμμιά ἄλλη ἀπόδειξη δέ μπορεῖ νά πείσει τήν ψυχή
πώς εἶναι ζωντανή πέρα ἀπό τήν πράξη τῆς ἐπικοινωνίας της μέ τό Δημιουργό της!
Ὅπως, ἀκριβῶς, ἡ ἀναπνοή εἶναι μιά ἀπόδειξη γιά ἕναν ὀργανισμό πώς βρίσκεται στή ζωή,
γιατί ἐκπληρώνει τίς θεμελιώδεις λειτουργίες τῆς βιολογικῆς σκοπιμότητας,
τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ψυχή.
Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται,
ἀναπνέει πνευματικά.
Αὐτή ἡ πνευματική ἀναπνοή,
γιά νά πετύχει τούς σκοπούς της,
θά πρέπει νά κινεῖται κάτω ἀπό ἕνα «πλαίσιο» νόμων ἤ κανόνων,
γιά νά καρποφορήσει τούς δικούς της καρπούς.
Τό πρῶτο, λοιπόν, πού κάνει παντοδύναμο τό ὅπλο τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ταπείνωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μπροστά σ’ Ἐκεῖνον πού τήν ἀκούει καί συγκαταβαίνει,
γιά νά τή «σφραγίσει» τελικά, μέ τήν ἀγαθή δόση μιᾶς ἀπάντησης.
Μαζί μέ αὐτή τή μεγαλόπρεπη ταπείνωση,
πού ἀνυψώνει τόσο τόν ἄνθρωπο,
ὅσο ἐκεῖνος κατεβαίνει χαμηλότερα στά πόδια τοῦ Θεοῦ,
προβάλλει καί ἡ ἁπλότητα καί γνησιότητα τῆς προσευχῆς του.
Προσευχή μέ λόγια ξένα ἤ ἄσχετα μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς εἶναι κίβδηλη.
Τήν προσευχή τή «γράφει» ὁ πόθος καί ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς.
Ὅταν, ὅμως, ξεφεύγει ἀπό αὐτόν τόν κανόνα τούτη ἡ κίνηση τῆς ὕπαρξης,
γίνεται μωρία καί ἐμπαιγμός καί βαττολογία. Ἡ προσευχή εἶναι τό ὅπλο πού κερδίζει τόν παράδεισο.
Αὐτή ἀνοίγει τήν «πόρτα» τῆς ψυχῆς, γιά νά δεχθεῖ τό φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἀλήθεια, τότε, ποιές «δυνάμεις» θά μποροῦσαν νά τή χωρίσουν ἀπό αὐτόν τόν «ἐναγκαλισμό» της μέ τή Θεότητα;
Τό Τριώδιο δίνει σέ ὅλους αὐτή τήν εὐκαιρία τῆς ἀπόκτησης πείρας προσευχῆς καί ἱερῶν «περιπτύξεων» μέ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό,
πού ἔχει ἀνοιχτά τά χέρια Του ἀπό τότε πού τά ἅπλωσε στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά μᾶς καί περιμένει.
Τό Τριώδιο ἄνοιξε ὄχι γιά νά «χορέψει» ἡ ψυχή τό σκοπό τῆς ἁμαρτία,
ἀλλά, γιά νά «μεθύσει» ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ «ποτηρίου»
τῆς ἐπι-κοινωνίας καί νά «χυθεῖ» στούς κόσμους τοῦ οὐρανοῦ.
0 σχόλια