Ειπέ μοι τι είπεν ο Απόστολος Πέτρος προς την Παναγίαν όπου ήκουσεν ότι πλέον μετατίθεται εις τους Ουρανούς;

Μόλις από τα κλαύματα άνοιξε και ο Απόστολος Πέτρος το στόμα του και μετά δακρύων λέγει προς την Παναγίαν. Κυρία Θεοτόκε αληθώς μέλλεις να αποθάνης; αμή εγώ τι εκαθήμην πλησίον εδώ και δεν επήγαινα μακράν; Εθάρρουν να σε βλέπω και εις τας θλίψεις μου και διωγμούς να με παρηγορής τον Γέροντα, και τώρα με αφήνεις και εσύ; δεν σώνει μας ο σωματικός χωρισμός του Υιού σου, αλλά θέλεις να μας αφήσης και εσύ Παναγιά;
Λέγει του η Παναγία, αγαπημένε μου Πέτρε μη λυπάσαι τίποτε, ωσάν με είχετε εις την γην σωματικά, έτσι χάριτι του Χριστού μου να με έχητε και νοητά βοηθόν σας και παρηγορίαν σας από την σήμερον ημέραν, και επειδή εσύ Πέτρε είσαι ο γεροντότερος από όλους, δια τούτο τώρα μίαν δύο ημέρας παρηγόρησε τους νεωτέρους, στήριξε τους αδυνατοτέρους να μη λυπούνται δια τον θάνατόν μου.
Τότε και οι επίλοιποι Απόστολοι απηλογήθησαν προς την Παναγίαν και λέγουσι.
 Επειδή συ μεν Κυρία Θεοτόκε εγνωρίσαμεν ότι μετατίθεσαι εις τους ουρανούς, δια τούτο έστω άφησέ μας τίποτε λόγον προς παρηγορίαν μας εκ τού αγίου στόματός σου προς ενθύμησίν μας. Όθεν λέγει τους η Παναγία.
Τέκνα μου αγαπημένα, ακούσατε λόγον ολίγον και διδαχήν μικράν επειδή ζητάτε και αγαπάτε. Βλέπετε τέκνα μου τον κόσμον τούτον ωσάν εμπόρευμα είναι, ο δε Θεός είναι Βασιλεύς, εσείς δε, οι δούλοι του αγαπημένου μου Υιού, είσθε ωσάν οι εμπορευόμενοι.
 Λοιπόν να σας το ειπώ ωσάν παραβολήν.
Ήτο τις Βασιλεύς μέγας και ισχυρός και είχε δύο δούλους, και ήκουσεν ότι εις τον δείνα τόπον γίνεται μέγα πανηγύριον, και μέγα συμφέρον και κέρδος έχει εκεί, λοιπόν κράζει τους δύο του δούλους και τους λέγει.
 Επάρετε χρήματα πολλά και πηγαίνετε εις τον δείνα τόπον όπου γίνεται το πανηγύριον και εμπορευθήτε εκεί, αλλά εις ένα μήνα πάλιν να επιστρέψητε και όποιος αργήση περισσότερον του μηνός να είναι χαμένον το κεφάλι του.
 Επήραν λοιπόν οι δούλοι εκείνοι τα χρήματα και επήγαν εις το πανηγύριον, και ο μεν ένας ως μωρός όπου ήτο δεν αγόρασε πράγματα όπου λείπουν τον Βασιλέα και τα έχει ανάγκην, και να υπάγη γρήγορα αλλά ηγόρασε σπίτια και εργαστήρια και χωράφια και όσα ο Βασιλεύς χρειαζόμενα δεν τα είχε, μηδέ κέρδος και συμφέρον έδιναν εκείνα τον Βασιλέα, και όσον να σπείρη τα χωράφια και να φκιάση τα εργατήρια και τα σπίτια όπου ήσαν χαλασμένα επέρασαν τρεις τέσσαρες μήνες και περισσότερον.
Ο δε άλλος δούλος ως φρονιμώτερος όπου ήτο αγόρασε λίθους πολύτιμους και επήγεν εις τον Βασιλέα, και ο Βασιλεύς τον ετίμησε και τον εδόξασε επειδή εφάνη έμπιστος· τον δε άλλον απέστειλεν ορισμόν και τον απεκεφάλισαν ως εχθρόν και εναντίον του Βασιλέως. Έτσι είσθε και εσείς όλοι οι Απόστολοι του Υιού μου· σας έστειλε ο Υιός μου ο ηγαπημένος να υπάγητε εις τον Κόσμον ως πραγματευτάδες και να κερδίσητε τας ψυχάς των πεπλανημένων ανθρώπων όπου δεν ήκουσαν το όνομά του.

 Αλλά είτις είναι από εσάς, φίλοι μου και τέκνα μου, όπου φανή φίλος του Διδασκάλου του, του Υιού μου, τον θέλει τον τιμήσει και αυτός εις την Βασιλείαν του, εάν δε είναι ότι δεν προσπαθήσητε να αρέσητε τον Διδάσκαλόν σας, μοναχοί σας ηξεύρετε τι θέλετε να πάθητε.
Δια τούτο τέκνα μου αγαπημένα σπουδάσατε να κηρύξητε, να φωτίσητε, να καθοδηγήσητε τον πεπλανημένον Κόσμον μήπως τον κερδίσητε και τον υπάτε εις την Βασιλείαν του Υιού μου. Μην φοβήσθε από τους Βασιλείς όπου δύνανται μόνον το σώμα σας να βλάψουν και την ψυχήν σας δεν δύνανται να την κάμωσι τίποτε, αλλά να φοβάσθε από τον Θεόν όπου δύναται και το σώμα σας και την ψυχήν σας να ζημιώση, ωσάν σας το έλεγεν ο Υιός μου.
Έχετε αγάπην και ειρήνην μετ’ αλλήλων σας και χαίρεσθε και ευφραίνεσθε ότι πολύς είναι ο μισθός σας εις την Βασιλείαν των ουρανών. Και εάν εγώ, φίλοι μου, υπάγω εις την βασιλείαν του Υιού μου, αλλά αείποτε θέλω είσθε με εσάς να σας στηρίζω και να σας παρηγορώ εις τας θλίψεις σας.
Τότε η Θεοτόκος Μαριάμ αναστάσα και εξελθούσα εξέτεινε τας χείρας αυτής προς τον Θεόν και προσηύξατο υπέρ παντός του λαού, και σχήμα αποχαιρετισμού ποιήσασα εις τους εκεί ευρεθέντας, και μετά ταύτα εισήλθε και ανακλίνεται επί του νεκροκραββάτου σχηματίζει το πανάχραντον αυτής Σώμα καθώς ηθέλησε, είτα περί την τρίτην ώραν της ημέρας μηνός Αυγούστου τη 15η βροντή εγένετο εκ του ουρανού φερομένη και μεγαλειοτάτη οσμή ευδωδίας άφατος και ιδού ο Κύριος παραγίνεται εκεί επί νεφελών του ουρανού ερχόμενος μετά δόξης πολλής και πλήθους Αγγέλων.
Τότε ο Κύριος κλίνας την κεφαλήν εισήλθεν εις το Ταμείον της Μητρός αυτού και ησπάσατο την Μητέρα αυτού Παρθένον Μαρίαν· ήτις ανοίξασα το στόμα αυτής ευλόγησεν τον Θεόν και είπεν. Και τις ειμί εγώ η αναξία δούλη του Κυρίου μου τις τοιαύτης δόξης αξιωθήναι: Ιδού εγένετό μοι κατά το ρήμα σου. Και ταύτα λέγουσα παρέδωκε το τίμιον αυτής και άμωμον και πανάξιον Πνεύμα εις τας χείρας του Κυρίου και Υιού αυτής ως υπομειδιώντος του προσώπου αυτής·

 ο δε Σωτήρ παραλαβών την ψυχήν αυτής παρέδωκεν εις τας χείρας των δεδοξασμένων αυτού Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Τότε και πάντες οι Απόστολοι εθεάσαντο την ψυχήν της Θεομήτορος ως εν είδει ανθρωπίνου σχήματος κατά πάντα τα μέλη και είδη ως ούτε άρρενος ούτε θήλεως λευκήν ούσαν πολύ σφόδρα και λάμπουσαν υπέρ τον ήλιον. Ο Απόστολος Πέτρος, χαράς πολλής πλησθείς επυνθάνετο τον Κύριον λέγων «Κύριε, τίνος ημών άρα η ψυχή τοιαύτη έσεται, ως η ψυχή της Μητρός σου αειπαρθένου Μαρίας;»· λέγει αυτώ ο Κύριος «Λέγω σοι Πέτρε, ότι πάντων των δικαίων και πιστών αι ψυχαί τοιαύται έσονται, αλλά και τα σώματα αυτών εν τη κοινή αναστάσει ούτως εκλάμψωσι· των δε αμαρτωλών ως αι ψυχαί σκοτειναί εισίν, ούτω και τα σώματα, ότι ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως».
Και ταύτα ειπών ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς μετά των Αγγέλων δοξάζοντες οι Άγγελοι και υμνούντες εν αλαλαγμώ.

Please follow and like us:
error
fb-share-icon

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Σύμβολο κράτησης θέσης avatar

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *