Ὅταν προσεύχεσαι, ζήτα ἀπό τόν Θεό νά ἀπομακρύνει ἀπό σένα κάθε συμφορά, κάθε πειρασμό.

Δέν πρέπει νά ρίχνεσαι μέ αὐτοπεποίθηση καί ἀπερίσκεπτη τόλμη στή δίνη τῶν θλίψεων. Σ’ αὐτή τήν αὐτοπεποίθηση κρύβεται ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅταν, ὅμως, οἱ θλίψεις ἔρχονται ἀπό μόνες τους, μήν τίς φοβᾶσαι. Μή νομίζεις πώς ἦρθαν τυχαῖα, ἀπό τή συνδρομή τῶν περιστάσεων. Ὄχι. Ἀπό τήν ἀνεξιχνίαστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ παραχωρήθηκαν. Γεμάτος πίστη, γεμάτος ἀνδρεία καί μεγαλοψυχία, ταξίδευε ἄφοβα μέσα στό σκοτάδι καί τ’ ἄγρια κύματα πρός τό ἥσυχο λιμάνι τῆς αἰωνιότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς σέ καθοδηγεῖ ἀόρατα.

Μάθε νά λές μέ βαθιά εὐλάβεια τήν προσευχή πού ἔκανε ὁ Κύριος στόν Πατέρα Του ἐκεῖ, στόν κῆπο τῆς Γεθσημανή, τίς τόσο δύσκολες ὧρες πρίν ἀπό τά παθήματα καί τόν σταυρικό θάνατό Του. Μ’ αὐτή τήν προσευχή νά ἀντιμετωπίζεις καί νά νικᾶς κάθε θλίψη. «Πατέρα μου», εἶπε ὁ Κύριος, «ἄν εἶναι δυνατόν, ἄς μήν πιῶ αὐτό τό ποτήρι· ὅμως ἄς μή γίνει τό δικό μου θέλημα ἀλλά τό δικό Σου» [πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ] (Ματθ. 26:39).

Νά προσεύχεσαι στόν Θεό νά διώχνει μακριά σου τίς συμφορές, ἀλλά συνάμα νά ἀπαρνεῖσαι τό θέλημά σου ὡς θέλημα ἁμαρτωλό, θέλημα τυφλό. Τόν ἑαυτό σου, τήν ψυχή καί τό σῶμα σου, τίς περιστάσεις, τίς παροῦσες καί τίς μελλοντικές, τούς ἀνθρώπους πού ἔχεις στήν καρδιά σου, ὅλους νά τούς ἐμπιστεύεσαι καί ὅλα νά τ’ ἀφήνεις στό πανάγιο καί πάνσοφο θέλημα τοῦ Θεοῦ.

«Μένετε ἄγρυπνοι καί προσεύχεστε, γιά νά μή σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός· τό πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα ὅμως εἶναι ἀδύναμη» [γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής] (Μάρκ. 14:38). Ὅταν μᾶς κυκλώνουν οἱ θλίψεις, πρέπει νά πυκνώνουμε τίς προσευχές, γιά νά ἑλκύουμε πιό ἰσχυρά τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος μποροῦμε νά ξεπεράσουμε ὅλες τίς πρόσκαιρες ἐπίγειες συμφορές.

Ὅταν πάρεις τό οὐράνιο δῶρο τῆς ὑπομονῆς, νά προσέχεις ἄγρυπνα τόν ἑαυτό σου, γιά νά διατηρήσεις τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά, ἡ ἁμαρτία θά γλιστρήσει στήν ψυχή ἤ στό σῶμα σου καί θά διώξει μακριά σου τή χάρη. Τότε ἡ θλίψη, πού παραχωρήθηκε ἀπό τόν Κύριο γιά τή σωτηρία σου καί τήν τελείωσή σου, θά πέσει πάνω σου βαριά καί θά σέ συντρίψει μέ τή λύπη, τήν ἀκηδία καί τήν ἀπελπισία, ἐπειδή στό δῶρο τοῦ Θεοῦ δέν ἔδειξες τήν εὐλάβεια πού τοῦ πρέπει.

Οἱ ἅγιοι μάρτυρες ἔψαλλαν ὕμνους χαρᾶς, ἐνῶ βρίσκονταν μέσα σέ ἀναμμένα καμίνια, ἐνῶ πατοῦσαν πάνω σέ καρφιά, ἐνῶ ἦταν δεμένοι σέ τροχούς μέ κοφτερά σπαθιά, ἐνῶ ἔβραζαν μέσα σέ καζάνια μέ κοχλαστό νερό ἤ λάδι. Καί ἡ δική σου καρδιά, ὅταν μέ τήν προσευχή ἑλκύσει τήν παρηγορητική χάρη καί μέ τήν πνευματική ἐγρήγορση τή φυλάξει μέσα της, τότε καί στίς δυστυχίες καί στίς πικρές συμφορές θά ψάλλει ὕμνους χαρᾶς, ὕμνους δοξολογίας καί εὐχαριστίας στόν Θεό.

Ὁ νοῦς πού καθαρίστηκε μέ τό ποτήρι τοῦ Χριστοῦ, γίνεται θεατής πνευματικῶν ὁραμάτων. Ἀρχίζει νά βλέπει τήν ἀόρατη στόν σαρκικό νοῦ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού ἀγκαλιάζει τά πάντα, νά βλέπει τόν νόμο τῆς φθορᾶς σ’ ὅλα τά φθαρτά, νά βλέπει τήν ἀσύλληπτη ἀλλά τόσο κοντινή σέ ὅλους αἰωνιότητα, νά βλέπει τόν Θεό στά μεγάλα Του ἔργα, στή δημιουργία καί τήν ἀναγέννηση τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ φαίνεται σάν ἕνα σύντομο ταξίδι, τά γεγονότα της τοῦ φαίνονται σάν ὄνειρα καί τά ἀγαθά της τοῦ φαίνονται σάν πρόσκαιρες ὀφθαλμαπάτες, σάν φευγαλέες ἀλλά ὀλέθριες πλάνες τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς.

Καί γιά τήν αἰωνιότητα; Τί καρπό δίνουν οἱ πρόσκαιρες αὐτές θλίψεις; Ὅταν ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης ἀξιώθηκε νά δεῖ ἀνοιχτό τόν οὐρανό, κάποιος ἀπό τούς κατοίκους του, δείχνοντας ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ὁλόλαμπρων λευκοφορεμένων πιστῶν, πού γιόρταζαν μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ τή σωτηρία τους, τόν ρώτησε: «Ποιοί εἶναι αὐτοί πού φοροῦν λευκές στολές κι ἀπό ποῦ ἦρθαν;». Κι ὁ Θεολόγος Ἰωάννης τοῦ ἀπάντησε: «Κύριέ μου, ἐσύ ξέρεις». Τότε ὁ οὐρανοπολίτης τοῦ εἶπε: «Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού πέρασαν τόν μεγάλο διωγμό, πού ἔπλυναν τή στολή τους καί τή λεύκαναν μέ τό αἷμα τοῦ Ἀρνίου. Γι’ αὐτό στέκονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί Τόν λατρεύουν μέρα καί νύχτα στόν ναό Του, κι Αὐτός πού κάθεται στόν θρόνο θά εἶναι πάντα μαζί τους. Δέν θά πεινάσουν πιά, οὔτε θά διψάσουν ποτέ· δέν θά ὑποφέρουν ἀπό τόν ἥλιο οὔτε ἀπό ἄλλον καύσωνα. Τό Ἀρνίο, πού εἶναι στή μέση τοῦ θρόνου, σάν καλός βοσκός θά τούς κατευθύνει καί θά τούς ὁδηγήσει στίς νεροπηγές τῆς ζωῆς. Ὁ Θεός θά ἐξαφανίσει κάθε δάκρυ ἀπό τά μάτια τους» [13 Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τὰς στολὰς τὰς λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν ἦλθον; 14 καὶ εἴρηκα αὐτῷ· κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. 15 διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς. 16 οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ᾿ οὐ μὴ πέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα, 17 ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμανεῖ αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν] (Ἀποκ. 7:13-17).

Ἡ αἰώνια ἀποξένωση ἀπό τόν Θεό, τό αἰώνιο μαρτύριο στόν ἅδη, ἡ αἰώνια κοινωνία μέ τούς δαίμονες καί τούς δαιμονοποιημένους ἀνθρώπους, ἡ αἰώνια φωτιά, ἡ αἰώνια παγωνιά, τό αἰώνιο σκοτάδι τῆς γέεννας ―νά τί εἶναι πραγματικά θλίψη, θλίψη μεγάλη, φρικτή, ἀφόρητη!

Στή μεγάλη αἰώνια θλίψη ὁδηγοῦν οἱ ἐπίγειες ἀπολαύσεις.

Ἀπ’ αὐτή τή θλίψη προφυλάσσει καί σώζει τό ποτήρι τοῦ Χριστοῦ ὅποιον τό πίνει εὐγνωμονώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Μέ τό πικρό ποτήρι τῶν πρόσκαιρων θλίψεων ὁ Πανάγαθος προσφέρει στόν ἄνθρωπο τό ἀπέραντο καί αἰώνιο ἔλεός Του. Ἀμήν.

Please follow and like us:
error
fb-share-icon
Κατηγορίες: Ευλογία

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Σύμβολο κράτησης θέσης avatar

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *